- ὑποσκελίζομαι
- ὑποσκελίζωtrip up one's heelspres ind mp 1st sgὑποσκελίζωtrip up one's heelspres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποσκελίζομαι — υποσκελίζομαι, υποσκελίστηκα, υποσκελισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής